προαγωνίζομαι

προαγωνίζομαι
προᾰγων-ίζομαι,
A fight before, ἐξ ὧν προηγώνισθε from the contests you have before had, Th.4.126;

π. περί τινος D.S.19.26

; οὐ προηγωνισμένη δύναμις not having been engaged before, Hdn.3.7.6:—[voice] Pass.,

οἱ προηγωνισμένοι ἀγῶνες Plu.Arist.12

;

τὰ μὲν οὖν τῶν λόγων προηγώνιστο αὐτοῖς Luc.Eun.4

.
II fight in front of,

ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι D.S.17.34

;

χώρα προαγωνιζομένη τῆς φάλαγγος ὅλης D.H.4.16

: abs., Ph.2.379; fight for or in defence of another, ib.177, Plu.Flam.11, etc.; plead in behalf of, c. acc. cogn.,

π. Ἀθηναίων οὐ μικρὸν ἀγώνισμα Philostr.VS1.18.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαγωνίζομαι — ΝΑ [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.) νεοελλ. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι αρχ. 1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον 2. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγωνιζομένων — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενον — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut nom/voc/acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνισαμένων — προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιεῖται — προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic) προαγωνιεῖται , προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένην — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) προαγωνιζομένην , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένους — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl προαγωνιζομένους , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενοι — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl προαγωνιζόμενοι , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενος — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg προαγωνιζόμενος , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιούμενοι — προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) προαγωνιούμενοι , προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”